- πολύκυκλος
- -ον, Ααυτός που έχει πολλούς κύκλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κυκλος (< κύκλος), πρβλ. ολό-κυκλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύκυκλος — with many circles masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύκυκλον — πολύκυκλος with many circles masc/fem acc sg πολύκυκλος with many circles neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
многокружный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. πολύκυκλος) имеющий много кругов или перемены,… … Словарь церковнославянского языка
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek